- ὁπλοπαικτής
- ὁπλο-παικτής, οῦ, ὁ,A juggler with weapons, Vett.Val.74.13 ; = armilusor, ventilator, Gloss. (written -πεκτής and -πετής).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλοπαικτής — ὁπλοπαικτής, ὁ (Α) 1. αυτός που εκτελεί παιχνίδια με τα όπλα 2. θαυματοποιός, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + παίζω] … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek